ἐπεισῆλθον

ἐπεισῆλθον
ἐπεισέρχομαι
come in besides
aor ind act 3rd pl
ἐπεισέρχομαι
come in besides
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επεισέρχομαι — ἐπεισέρχομαι (AM) 1. μπαίνω κι εγώ κάπου 2. ορμώ, επιτίθεμαι αρχ. 1. μπαίνω σε μια οικογένεια ως μητριά 2. μπαίνω κάπου μετά από άλλον («κατόπιν ἠμῶν ἐπεισῆλθον», Πλάτ.) 3. (για πράγμ.) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”